- γαβαθάς
- οαυτός που κατασκευάζει ή πουλάει γαβάθες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαβαθάς — και καβαθάς, ο [γαβάθα] 1. αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει γαβάθες 2. αυτός που πίνει το κρασί με τη γαβάθα, ο μέθυσος … Dictionary of Greek
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
σαντού — (στη σανσκριτική = αγαθός, άγιος). Όνομα που δίνεται στους γιόγκι και στους σα μνυάσιν, οπαδούς των ακραίων μορφών της γιόγκα, οι οποίες σκοπό έχουν να πραγματοποιήσουν (σαντάνα) στη ζωή την ταύτιση μεταξύ ατομικού (άτμαν) και παγκόσμιου… … Dictionary of Greek